pairie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pairie < pair
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pairie | pairies |
pairie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pairie | pairies |
pairie (fr) θηλυκό