paléontologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.le.ɔ̃.tɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paléontologie | paléontologies |
paléontologie (fr) θηλυκό