palabre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- palabre < (άμεσο δάνειο) ισπανική palabra
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
palabre | palabres |
palabre (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) δώρο προς έναν βασιλιά των αφρικανικών ακτών για να υπάρχουν καλές σχέσεις με αυτόν
- (στην Αφρική) συζήτηση
- (στην Αφρική) συγκέντρωση μιας φυλής στην οποία συζητιούνται θέματα που αφορούν την κοινότητα