palmeraie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
< palmeraye < palmérier < palmier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
palmeraie (fr) θηλυκό (πληθυντικός: palmeraies)
- δάσος από φοινικόδεντρα, ο φοινικώνας