palpitant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- palpitant < palpiter
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | palpitant | palpitants |
θηλυκό | palpitante | palpitantes |
palpitant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
palpitant | palpitants |
palpitant (fr) αρσενικό