pan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pan (en)

  1. το τηγάνι
  2. μικρή κατσαρόλα με μία λαβή



Ιαπωνικά (ja)[επεξεργασία]

Μεταγραφή[επεξεργασία]

pan (rōmaji



Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pan (ia)



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pan (es) αρσενικό



Οξιτανικά (oc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pan (oc) αρσενικό



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pan

  • → δείτε τη λέξη pain



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pan (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται σαν υποκείμενο (γραμματική), σε όλες τις πτώσεις και τους αριθμούς για τον σχηματισμό του πληθυντικού ευγενείας και εν γένει ευγενικής προσφώνησης
    może pan wie co tu się dzieje - ίσως ξέρετε τι συμβαίνει εδώ πέρα (κατά λέξη - ίσως ο κύριος γνωρίζει τι, εδώ, γίνεται)