panne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Panne

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

panne < pene < λατινική penna

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
panne pannes

panne (fr) θηλυκό

  1. ασήμαντος ρόλος σε ένα έργο
  2. η βλάβη
    il est en panne - « δεν δουλεύει »
    tomber en panne - παθαίνω βλάβη
    → δείτε τη λέξη  dépanner