papier peint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

papier peint → δείτε τις λέξεις papier και peint (ζωγραφιστό χαρτί)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
papier peint papiers peints

papier peint (fr) αρσενικό