parówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parówka | parówki |
γενική | parówki | parówek |
δοτική | parówce | parówkom |
αιτιατική | parówkę | parówki |
οργανική | parówką | parówkami |
τοπική | parówce | parówkach |
κλητική | parówko | parówki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parówka (pl) θηλυκό
- το λουκάνικο τύπου Φρανκφούρτης