parachute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

parachute < para- + chute

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parachute parachutes

parachute (en)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας parachute
γ΄ ενικό ενεστώτα parachutes
αόριστος parachuted
παθητική μετοχή parachuted
ενεργητική μετοχή parachuting

parachute (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω με αλεξίπτωτο
  2. (μεταβατικό) ρίχνω κάτι ή κάποιον με αλεξίπτωτο
    I am parachuting supplies in.
    Ρίχνω εφόδια με αλεξίπτωτο.
    They are parachuting down men behind enemy lines.
    Ρίχνουν άντρες με αλεξίπτωτα πίσω από της εχθρικές γραμμές.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parachute parachutes

parachute (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

autogire, deltaplane, parachute, paramoteur, parapente, ULM