parade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parade (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
parade (en)
- παρελαύνω
- επιδεικνύω, κάνω επίδειξη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parade | parades |
parade (fr) θηλυκό