paragem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
paragem | paragens |
paragem (pt) θηλυκό
- ο τόπος
- η στάση ενός λεωφορείου
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
paragem | paragens |
paragem (pt) θηλυκό