parasitisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʁa.zi.tism/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parasitisme | parasitismes |
parasitisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
parasitisme | parasitismes |
parasitisme (fr) αρσενικό