parasitologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parasitologique | parasitologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
parasitologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
parasitologique | parasitologiques |
parasitologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό