parento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

parento (la)

  1. εκδικούμαι θάνατο συνήθως συγγενούς πρώτου βαθμού
  2. προσφέρω θυσία για τους νεκρούς γονείς μου