parjure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parjure | parjures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parjure (fr) αρσενικό
- (αρσενικό, μόνο στον ενικό) η ψευδομαρτυρία
- (αρσενικό ή θηλυκό) ο ψευδομάρτυρας
- ο επίορκος