parjure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parjure parjures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

parjure (fr) αρσενικό

  1. (αρσενικό, μόνο στον ενικό) η ψευδομαρτυρία
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) ο ψευδομάρτυρας
  3. ο επίορκος