park

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
park parks

park (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας park
γ΄ ενικό ενεστώτα parks
αόριστος parked
παθητική μετοχή parked
ενεργητική μετοχή parking

park (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρκάρω, σταθμεύω
    parked cars - παρκαρισμένα αυτοκίνητα
    Where have you parked?
    Πού έχεις παρκάρει;
    I looking to find a spot/space to park.
    Ψάχνω να βρω θέση/χώρο για να παρκάρω.
    Don’t park in the entrance of the garage.
    Μην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ.
    Can I park here?
    Μπορώ να σταθμέυσω εδώ;
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) αράζω, κάθομαι ή στέκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος για ένα χρονικό διάστημα
    They parked themselves in the armchairs and expected me to do everything.
    Αράξανε στις πολυθρόνες και τα περιμένανε όλα από μένα.

Πηγές[επεξεργασία]



Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

park (sq) (οριστικός τύπος: parku)

  1. πάρκο



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

park (sr)

  • λατινική γραφή του парк



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

park (cs) αρσενικό

  1. το πάρκο