participe présent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
participe présent participes présents

participe présent (fr) αρσενικό

  1. του γερούνδιου
    en passant: περνώντας
  2. ενός εξακολουθητικού ενεστώτα
  3. μιας μεγαλύτερης διάρκειας, στο παρελθόν, από τον παρατατικό (imparfait)
  4. ενός εξακολουθητικού μέλλοντα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]