paso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paso | pasoj |
αιτιατική | pason | pasojn |
paso (eo)
- το βήμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paso | pasoj |
αιτιατική | pason | pasojn |
paso (eo)