passe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pas/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

passe < σύντμηση του passe-partout

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
passe passes

passe (fr) αρσενικό

  1. το πασπαρτού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

passe < passer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
passe passes

passe (fr) θηλυκό

  1. η διάβαση, το πέρασμα
  2. η πάσα
  3. η βίζιτα (λαϊκο, για πόρνη)

Συγγενικά[επεξεργασία]