passe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- passe < σύντμηση του passe-partout
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passe | passes |
passe (fr) αρσενικό
- το πασπαρτού
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- passe < passer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passe | passes |
passe (fr) θηλυκό