passeio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
passeio | passeios |
passeio (pt) αρσενικό
- η βόλτα, ο περίπατος
- το πεζοδρόμιο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
passeio | passeios |
passeio (pt) αρσενικό