patrão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
patrão | patrões |
patrão (pt) αρσενικό
- το αφεντικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
patrão | patrões |
patrão (pt) αρσενικό