paupérisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paupérisation | paupérisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paupérisation (fr) θηλυκό
- η πτωχοποίηση, η φτώχυνση, η εξαθλίωση, το να φτωχαίνει ένας πληθυσμός ή μια κοινωνική ομάδα