pay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pay | pays |
pay (en)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pays |
αόριστος | paid |
παθητική μετοχή | paid |
ενεργητική μετοχή | paying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
pay (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω για κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφέρω, παράγω κέρδος· έχει ως αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για κάποιον
- (αμετάβατο) πληρώνω για κάτι που έκανα, τιμωρούμαι
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- pay a visit: κάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι κάποιον
- pay cash: πληρώνω με μετρητά
- pay one's way
Πηγές[επεξεργασία]
- pay (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pay (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115-116. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφέρω