pełnia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pełnia < pełny
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pełnia (pl) θηλυκό
- (αστρονομία, λαϊκότροπο) πανσέληνος
- απόγειο (μεταφορικά)