penchant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- penchant < pencher
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | penchant | penchants |
θηλυκό | penchante | penchantes |
penchant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
penchant | penchants |
penchant (fr) αρσενικό