pendaison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pendaison < pendre
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɑ̃.dɛ.zɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendaison | pendaisons |
pendaison (fr) θηλυκό
- ο απαγχονισμός, το κρέμασμα