pendule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pendule < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendule | pendules |
pendule (fr) αρσενικό
- το εκκρεμές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendule | pendules |
pendule (fr) θηλυκό