penetri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

penetri < penetr- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα penetri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας penetras penetranta penetrata
αόριστος penetris penetrinta penetrita
μέλλοντας penetros penetronta penetrota
υποθετική penetrus - -
προστακτική penetru - -

penetri (eo)