penso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

penso < pens + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

penso (eo)

Συνώνυμα[επεξεργασία]


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

penso < pendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen(d)-

Ρήμα[επεξεργασία]

penso (la) (pēnsō1, pēnsavī, pēnsatum, pēnsāre)

Κλίση[επεξεργασία]