penultimate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɪˈnʌltɪmət/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
penultimate (en)
- προτελευταίος
- (γραμματική) penultimate syllable: η παραλήγουσα (κυριολεκτικά: η προτελευταία συλλαβή)