percepção
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
percepção (pt) < λατινικό perceptione
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
percepção (pt) θηλυκό
- η αντίληψη με όλες τις έννοιες που έχει στη νεοελληνική
- απόδειξη παραλαβής