perforte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perforte < per + forte

Επίρρημα[επεξεργασία]

perforte (eo)

li estis perforte arestita - συνελήφθη με χρήση βίας