periodo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | periodo | periodoj |
αιτιατική | periodon | periodojn |
periodo (eo)
- η περίοδος
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
periodo (es)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
periodo (io)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
periodo (it)