perlite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- perlite < perle
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perlite | perlites |
perlite (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
perlite | perlites |
perlite (fr) θηλυκό