perlot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perlot < perle

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
perlot perlots

perlot (fr) αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ο καπνός, το ταμπάκο
  2. μικρό στρείδι που ψαρεύεται στις όχθες της Μάγχης