perniciosité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
perniciosité perniciosités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

perniciosité (fr) θηλυκό

  1. (λογοτεχνικό) ο χαρακτήρας ενός ηθικά επιζήμιου ατόμου
  2. (ιατρική) η κακοήθεια μιας ασθένειας

Συγγενικά[επεξεργασία]