perniciosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perniciosité | perniciosités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perniciosité (fr) θηλυκό
- (λογοτεχνικό) ο χαρακτήρας ενός ηθικά επιζήμιου ατόμου
- (ιατρική) η κακοήθεια μιας ασθένειας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pernicieux