persécution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛʁ.se.ky.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
persécution | persécutions |
persécution (fr) θηλυκό
- η καταδίωξη, ο διωγμός, o κατατρεγμός, η δίωξη