persistent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | persistent |
συγκριτικός | more persistent |
υπερθετικός | most persistent |
Επίθετο[επεξεργασία]
persistent (en)
- επίμονος, αποφασισμένος να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες, ειδικά όταν άλλοι άνθρωποι είναι εναντίον μου και πιστεύουν ότι είμαι ενοχλητικός ή παράλογος
- ↪ a man persistent in his work - άνθρωπος επίμονος στη δουλειά του
- επίμονος, εξακολουθητικός, που συνεχίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή επαναλαμβάνεται συχνά, ειδικά με τρόπο που είναι ενοχλητικός και δεν μπορεί να σταματήσει
- ↪ persistent demands - επίμονες απαιτήσεις
- ↪ a persistent fever - επίμονος πυρετός
- ↪ a persistent effort - εξακολουθητική προσπάθεια
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- (πληροφορική) διατηρούμενα δεδομένα, δεδομένα που εξακολουθούν να είναι αποθηκευμένα και μετά την εκτέλεση του προγράμματος που τα δημιούργησε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη persist