persistent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός persistent
συγκριτικός more persistent
υπερθετικός most persistent

Επίθετο[επεξεργασία]

persistent (en)

  1. επίμονος, αποφασισμένος να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες, ειδικά όταν άλλοι άνθρωποι είναι εναντίον μου και πιστεύουν ότι είμαι ενοχλητικός ή παράλογος
    a man persistent in his work - άνθρωπος επίμονος στη δουλειά του
  2. επίμονος, εξακολουθητικός, που συνεχίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή επαναλαμβάνεται συχνά, ειδικά με τρόπο που είναι ενοχλητικός και δεν μπορεί να σταματήσει
    persistent demands - επίμονες απαιτήσεις
    a persistent fever - επίμονος πυρετός
    a persistent effort - εξακολουθητική προσπάθεια
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
  3. (πληροφορική) διατηρούμενα δεδομένα, δεδομένα που εξακολουθούν να είναι αποθηκευμένα και μετά την εκτέλεση του προγράμματος που τα δημιούργησε

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη persist

Πηγές[επεξεργασία]