personnifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- personnifier < personne
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔ.ni.fje/
Ρήμα[επεξεργασία]
personnifier (fr)
personnifier (fr)