persuade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | persuade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | persuades |
αόριστος | persuaded |
παθητική μετοχή | persuaded |
ενεργητική μετοχή | persuading |
Ρήμα[επεξεργασία]
persuade (en)
- πείθω, παρακινώ, προτρέπω, κάνω να κάνει κάποιον κάτι παρέχοντας καλά επιχειρήματα
- πείθω, κάνω επιτυχώς κάποιον να αλλάξει γνώμη
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- persuade - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 656, 677, 754. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακινώ, πείθω, προτρέπω