pertinence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pertinence (en)

  • το να είναι κάτι σχετικό με ένα θέμα, η συνάφεια

Συνώνυμα[επεξεργασία]