pesage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pesage < peser
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pesage | pesages |
pesage (fr) αρσενικό
- το ζύγισμα
ενικός | πληθυντικός |
pesage | pesages |
pesage (fr) αρσενικό