pew

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pew (en)

  • πάγκος για τους πιστούς, συνήθως στερεωμένος στο πάτωμα, που κοιτάει προς το ιερό

Επιφώνημα[επεξεργασία]

pew (en)

  • πιφ, εκφράζει αηδία λόγω μιας δυσάρεστης μυρωδιάς