phlébotome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fle.bɔ.tɔm/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
phlébotome phlébotomes

phlébotome (fr) αρσενικό

  1. φλεβοτόμος, είδος νυστεριού για τη φλεβοτομία
  2. φλεβοτόμος, γένος δίπτερων εντόμων μερικά από τα οποία μπορούν να μεταδώσουν λοιμώδεις νόσους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]