phosphorescent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
phosphorescent (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phosphorescent | phosphorescents |
θηλυκό | phosphorescente | phosphorescentes |
Επίθετο[επεξεργασία]
phosphorescent (fr)
- il est phosphorescent - φωσφορίζει