photocopy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
photocopy | photocopies |
photocopy (en)
- η φωτοτυπία, το φωτοαντίγραφο, το αντίγραφο από ένα φωτοαντιγραφικό
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | photocopy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | photocopies |
αόριστος | photocopied |
παθητική μετοχή | photocopied |
ενεργητική μετοχή | photocopying |
photocopy (en)