piła
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
piła < πρωτοσλαβική λέξη: pila
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piła (pl) θηλυκό
- το πριόνι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
piła (pl)
- τρίτο ενικό πρόσωπο του θηλυκού του ρήματος pić στον παρελθόντα χρόνο