piaf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
piaf piafs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piaf (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) το σπουργίτι
    → δείτε τη λέξη moineau

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

  • piaffe → δείτε τη λέξη piaffer