pianissimo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pianissimo < (άμεσο δάνειο) ιταλική pianissimo υπερθετικός βαθμός του piano

Επίρρημα[επεξεργασία]

pianissimo (fr)

  1. (μουσική) πιανίσιμο
  2. (οικείο) πάρα πολύ σιγά ή αργά
     συνώνυμα: piane-piane

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
pianissimo pianissimos
και pianissimi

pianissimo (fr) αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Μουσικό σύμβολο pianissimo.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pianissimo < pian(o) + -issimo

Επίθετο[επεξεργασία]

pianissimo (it)

Επίρρημα[επεξεργασία]

pianissimo (it)

  1. υπερθετικός βαθμός του piano, πολύ σιγανά
  2. (μουσική) πιανίσιμο, πολύ σιγανά
    σύμβολο: pp

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]